Η πανδημία Covid-19 συνέβαλε στη μείωση του προσδόκιμου ζωής στις ΗΠΑ, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Ταυτόχρονα, όμως, ευνόησε τις πωλήσεις Ασφαλίσεων Ζωής, ειδικά μεταξύ των νέων σε ηλικία καταναλωτών.
Σύμφωνα με το Centers for Disease Control and Prevention (CDC), μετά από μία σταθερή άνοδο για αρκετά χρόνια, το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ έπεσε κατά 1,5 χρόνια από το 2019 στο 2020 –η μεγαλύτερη ετήσια πτώση από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η μείωση ήταν 2,9 χρόνια το διάστημα 1942-1943. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση μειώθηκε από τα 78,8 χρόνια το 2019, στα 77,3 χρόνια το 2020.
«Η ζοφερή προοπτική της θνησιμότητας, καθώς και η οικονομική καταστροφή που προκάλεσε η πανδημία, έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να σκεφτούν την προστασία των αγαπημένων τους προσώπων με μια ασφάλιση ζωής», επισημαίνει η κα Maria Sassian, σύμβουλος του Insurance Information Institute (Triple-I).
Σε έρευνα, που δημοσίευσαν τον Απρίλιο του 2021 η Life Happens και η LIMRA, το 31% περίπου των καταναλωτών δήλωσαν ότι είναι πολύ πιθανό να αγοράσουν ασφάλεια ζωής εξαιτίας της πανδημίας. Και τα πιο πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι έκαναν την πρόθεση πράξη: Τα συνολικά ασφάλιστρα ζωής στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 21%, το δεύτερο τρίμηνο του 2021 -η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το τρίτο τρίμηνο του 1987! Σύμφωνα με την έκθεση της LIMRA, το πρώτο εξάμηνο του 2021, τα συνολικά ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά 18%, σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Η ασφάλιση ζωής προσελκύει τώρα νεότερους πελάτες. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι το 45% των millennials δήλωσε ότι είναι πιο πιθανό να αγοράσουν ασφάλιση ζωής λόγω του Covid-19.
Αυτό το αυξημένο ενδιαφέρον θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι νεότεροι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να έχουν μικρά παιδιά καθώς και εκκρεμή ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία θα κληθούν να τα καλύψουν τα παιδιά τους εάν οι ίδιοι πεθάνουν. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι νεότεροι εργαζόμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεργία σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οπότε επέλεξαν να αγοράσουν ατομική ασφαλιστική κάλυψη, για να αναπληρώσουν την απώλεια της ασφάλισης που τους παρείχαν οι εργοδότες τους.
Οι αποφάσεις σχετικά με την αγορά ασφάλισης ή την αύξηση της κάλυψης διαφέρουν επίσης ανά φυλή. Η κα Sassian επικαλείται έρευνα της Deloitte, η οποία διαπίστωσε ότι οι υπασφαλισμένοι Ισπανόφωνοι αγοραστές ενδιαφέρονταν περισσότερο να αυξήσουν τις καλύψεις της ασφάλισης ζωής τους, ως απάντηση στην πανδημία, ακολουθούμενοι από τους Μαύρους αγοραστές. Η Deloitte εικάζει ότι αυτό οφείλεται στα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των Μαύρων και των Ισπανόφωνων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ασφάλιση που τους παρείχαν οι εργοδότες τους. Συνολικά, οι Μαύροι και οι Ισπανόφωνοι επηρεάστηκαν δυσανάλογα από τον Covid-19.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ασφαλιστές διευκόλυναν την αγορά ασφαλιστηρίων. Πολλές εταιρείες παρακάμπτουν προσωρινά τις με φυσική παρουσία ιατρικές εξετάσεις και εξορθολογίζουν τη διαδικασία αγοράς, απλοποιώντας το underwriting.
Σύμφωνα με την Deloitte, εταιρείες με ισχυρές ψηφιακές δυνατότητες έχουν ωφεληθεί από μία αύξηση, που κυμαίνεται από 30%-50%, των διαδικτυακών πωλήσεων ασφάλισης ζωής από τον Ιανουάριο του 2020. Η έρευνα έδειξε ότι στους καταναλωτές αρέσει να αγοράζουν διαδικτυακά και το ενδιαφέρον για πωλήσεις μέσω πρακτόρων έχει μειωθεί, με μόλις το 41% των καταναλωτών, το 2020, να δηλώνουν ότι προτιμούν να αγοράζουν αυτοπροσώπως –ήταν 64% το 2011.
Οι άνθρωποι που κάνουν ασφάλιση ζωής δεν δείχνουν να το μετανιώνουν. Μάλιστα, η LIMRA αναφέρει ότι σχεδόν το 40% δήλωσε ότι θα ήθελε να την είχε αγοράσει σε νεότερη ηλικία. Και ενώ πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η ασφάλιση ζωής είναι πολύ ακριβή, οι περισσότεροι υπερεκτιμούν το κόστος. Η LIMRA διαπίστωσε ότι το 44% των Millennials πίστευαν ότι το κόστος της ασφάλισης ζωής ήταν άνω των $1.000 ετησίως, όταν κοστίζει μόλις $160 σε έναν υγιή 30χρονο το να έχει ένα 20ετές συμβόλαιο ζωής αξίας $250.000.